- χρυσοκόκκινος
- -η, -οαυτός που έχει χρώμα κόκκινο που χρυσίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρυσοκόκκινος — η, ο / χρυσοκόκκινος, ον, ΝΜ (για υφάσματα ή ενδύματα) πορφυρός και χρυσοκέντητος νεοελλ. αυτός που έχει κόκκινο χρώμα που χρυσίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόκκινος] … Dictionary of Greek
ερυθρόχρυσος — η, ο αυτός που σε άλλα μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα χρυσός, ο χρυσοκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρυσός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… … Dictionary of Greek
κοκκινοχρυσούς — κοκκινοχρυσοῡς, ὁ (Μ) αυτός που έχει χρώμα κόκκινο και χρυσαφί, χρυσοκόκκινος … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek